της Τζένης Σιούτη, ΠΕ07

maskesΛίγες μέρες πέρασαν από τη βραδιά της Τετάρτης 20 Απριλίου, που με τους μαθητές μου ανεβάσαμε «Το μοιρολόγι της φώκιας» του Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη και «Το φαινόμενο της πεταλούδας» του ΜαχμούντΝταρουίς, μια παράσταση για το προσφυγικό, για τον πόνο των φτωχών και καταφρονεμένων αυτού του άδικου κόσμου. Μια παράσταση στην οποία συναντήθηκαν και «συνομίλησαν» ο Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης με τον ΜαχμούντΝταρουίς και τον WilliamShakespeare, ο Γεώργιος Σεφέρης με τον Ευριπίδη και τις Τρωάδες, σε μετάφραση Κώστα Γεωργουσόπουλου. Λίγες μέρες λοιπόν μετά, σκαλίζω στο χαρτί κάποιες πρώτες σκέψεις, προβληματισμούς και συναισθήματα.

«Φως, περισσότερο φως», έλεγε ο Γκαίτε λίγο πριν περάσει στην αιωνιότητα (“MehrLicht!”). Φως, περισσότερο φως έχει ανάγκη και ο κόσμος,

η κοινωνία και κατά συνέπεια και το δημόσιο σχολείο. Το σχολείο, το έμψυχο δυναμικό του, η φωνή του, τα παιδιά, έχουν ανάγκη το «φως» της δημιουργίας, της καλλιέργειας, της συλλογικότητας, της πολιτιστικής ανύψωσης, της κριτικής σκέψης, που για να καλλιεργηθεί χρειάζεται πρώτα απ’ όλα την αμφισβήτηση, την έρευνα,τον αναστοχασμό, σε ατομικό αλλά κυρίως συλλογικό επίπεδο.Έτσι θα αγαπήσουν και την ίδια τη μάθηση, θα την αντιληφθούν ως αναγκαιότητα, ως ταξίδι συλλογικό αλλά και ατομικό που οδηγεί στη γνώση και μέσω αυτής, στην απελευθέρωση του καθενός. Ποιος άραγε μπορεί να τα προσφέρει όλα αυτά, αν όχι η τέχνη και εν προκειμένω η τέχνη του θεάτρου;

Η διδασκαλία της τέχνης μέσα στα σχολεία, και ιδιαιτέρως της τέχνης του θεάτρου, είναι αναγκαία. Το παιδί γίνεται καλύτερος άνθρωπος, εξευγενίζεται, μαθαίνει την κλήση του, την κληρονομιά την δική του και των άλλων. Μόνο έτσι αντιλαμβάνεται, κατανοεί,συναισθάνεται,σέβεται, ιδίως εδώ,στη χώρα μας,που αποτελεί γεωγραφικό σταυροδρόμι τόπων και πολιτισμών, το σύνορο Ανατολής και Δύσης. Το θέατρο περιέχει κοινωνιολογικές προεκτάσεις και αφορά την κοινωνία και τον πολιτισμό της κάθε χώρας. Θέατρο, λοιπόν στο σχολείο, για τον άνθρωπο, για την κοινωνία, τον πολιτισμό, την πρόοδο.

Κάθε τέτοια δραστηριότητα πρέπει να αγκαλιάζεται και να υποστηρίζεται από σύσσωμη την σχολική κοινότητα, γιατί αποτελεί πρωτίστως τον κόπο και την προσπάθεια των μαθητών, αυτοί είναι οι πρωταγωνιστές, αυτοί εισπράττουν το χειροκρότημα, αυτοί έχουν ανάγκη την επιβράβευση και την ενθάρρυνση, να συνεχίσουν, να λάμπουν και να αποτελούν αντικείμενο μίμησης. Κάθε τέτοια δραστηριότητα επικοινωνεί με τον έξω κόσμο, ανοίγει το σχολείο στην τοπική κοινωνία, ανακαλύπτει και ανοίγει διαύλους με τη γειτονιά, με άλλες συλλογικότητες, συντείνει στην κοινωνική ώσμωση, απαραίτητη σήμερα περισσότερο από ποτέ άλλοτε.

Τέλος, μόνο όποιος έχει βιώσει τη χαρά μιας τέτοιας δημιουργικής διαδικασίας μπορεί ολοκληρωμένα να καταλάβει, τί μαγευτικό ταξίδι είναι αυτό. Πόσο σαγηνευτικό, γοητευτικό, δημιουργικό, διαπαιδαγωγικό, αλλά και θεραπευτικό είναι για τους μαθητές, αλλά και για τους καθηγητές. Μόνο τότε αντιλαμβάνεται κανείς πλήρως τα λόγια του ΜπέρτολτΜπρέχτ: «Ήρθα κοντά σας σαν δάσκαλος και σαν δάσκαλος θα μπορούσα να φύγω, μα επειδή μάθαινα, έμεινα». Και κάτι ακόμα κλείνοντας αυτό το σημείωμα: όταν η ανάγκη έκφρασης και η δημιουργία μετουσιώνονται σε ένα «όλον», με επίκεντρο τον άνθρωπο και τη ζωή, τη γνώση και την ελευθερία, τότε ναι ως εκπαιδευτικός νοιώθεις πως έχεις ρίξει ένα γόνιμο σπόρο για να ανθίσει κάποτε έναςκαλύτερος και δικαιότερος κόσμος.